- ἱματιουργικός
- ἱμᾰτιουργικός [ῑ], ή, όν,A skilled in making clothes: ἡ -κή (sc. τέχνη) the tailor's art, Pl.Plt.280a, Gal.Thras.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιουργικός — ἱματιουργικός, ή, όν (Α) [ιματιουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή τών ιματίων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱματιουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ιματιουργού … Dictionary of Greek
ἱματιουργικῆς — ἱματιουργικός skilled in making clothes fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματιουργική — ἱματιουργικός skilled in making clothes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματιουργικήν — ἱματιουργικός skilled in making clothes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)